Κόκκινη κλωστή δεμένη

«Νοσταλγία»

               Μπρατσάκια, σωσίβιο, βατραχοπέδιλα. Ήρθε πάλι το καλοκαίρι, τέρμα το σχολείο, ώρα για μακροβούτια και κάστρα στην άμμο. Παιδιά στις παιδικές χαρές, γιαγιάδες με φρούτα στο πιρούνι κυνηγώντας τα εγγόνια τους να φάνε μια μπουκιά. Μακρινό  90 πάλι τρύπωσες μέσα μου. Θερινό σινεμά, ζεστό ποπ κορν και χτυπημένα γόνατα.

a3f36f99efd83775321225a43ed51d04

«Πόνος»

               Είναι μεσημέρι και ο κόσμος πολύς, ένα κοριτσάκι μικρό του δημοτικού κοιτάει το πλήθος που έχει μαζευτεί στο σπίτι του μα δεν καταλαβαίνει. Η μάνα του χίλιες λέξεις, σαν αντικρίζει την εικόνα της μπροστά του. Μάτια κενά, χωμένα θαρρείς μέσα στο πρόσωπο της. Καμία έκφραση και όμως το κοριτσάκι το νιώθει, ο πόνος είναι που έχει παραλύσει τη μάνα της. Τρόμος, πανικός, τα δάκρυα δεν αργούν να έρθουν μόλις η μικρή συνειδητοποιεί τι σημαίνουν όλες αυτές οι εικόνες που περνούν μπροστά της. Απώλεια, δεν τα κατάφερε ο πατέρας. Χίλια ερωτηματικά και γιατί μαζεύονται σε κάθε ζεστό δάκρυ που πέφτει στο παιδικό της πρόσωπο. Μα δεν νιώθει πια παιδί, κάτι άλλαξε μέσα της και ξάφνου το συνειδητοποιεί, η ζωή της άλλαξε για πάντα.

1b85ea100f489ed61b43256bda696632

«Έρωτας»

               Ήταν μια φορά και ένα καιρό δυο εραστές και συζητάγανε, αγκαλιασμένοι μες την γύμνια τους, για μουσική, σχέσεις, φιλοσοφία και το νόημα της ύπαρξης.

Ο άντρας ήταν χαλαρός καπνίζοντας το τσιγάρο του ενώ η γυναίκα τον κοίταζε θαρρείς με λατρεία και από το μυαλό της περνάγανε χίλιες σκέψεις. Η μουσική ήταν το πάθος αυτουνού και αυτηνής το πάθος της ήτανε αυτός.

2c6c294aac9bd0263b95fb3832a88348

Έτσι μοιρολατρικά λοιπόν καθώς τον κοίταζε η γυναίκα άρχισε να της μιλάει ο άντρας για τραγούδια που αυτή δεν ήξερε, μα θα ήθελε τόσο πολύ να ξέρει για να τον εντυπωσιάσει. Δεν είχε σημασία όμως γιατί ο άντρας δεν νοιαζόταν που δεν ήξερε σχεδόν κανένα τραγούδι από αυτά που του άρεσαν, ίσα ίσα το έβρισκε γλυκό, το γέλιο της άγνοιάς της. Τον είχε μαγνητίσει με την παιδικότητα της, δεν τον ένοιαζε που δεν ήξερε, θα της τα μάθαινε αυτός όλα σκέφτηκε, καλύτερα έτσι.

Ερχόμενοι πιο κοντά να σχηματίσουν ένα φιλί με τα χείλια τους, τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και εκείνη τη στιγμή κατάλαβαν και ας μην το είπαν ο ένας στον άλλο, πως έρωτας τους βρήκε. Πήγαζε από την καρδιά τους και σ’ όλο τους το κορμί, ένας ηλεκτρισμός και έτσι απλά παραδόθηκαν στο συναίσθημα τους, στην ερωτική πράξη, στο πάθος.

«Απολογισμός»

              Καθισμένοι πλάι πλάι στο άλσος της πόλης τους, ένα ζευγάρι γερόντων κάθεται μα δεν μιλάει. Κοιτάνε κάπου απέναντι τους χωρίς να δίνουν σημασία στους περαστικούς που τρέχουν. Η σκέψη τους δεν είναι εκεί, ταξιδεύουν σε μέρη παλιά, της πρώτης τους νιότης και ξεφυσούν καθώς θυμούνται. Οι αναμνήσεις είναι πολλές, ξεπηδούν άναρχα, χωρίς χρονική σειρά. Άλλοτε είναι απλά συναισθήματα που ένιωσαν όταν ήταν νέοι και άλλοτε σκόρπιες εικόνες χωρίς νόημα.

12d294e549719e3c2491cc7597c10e39

Ο έρωτας όμως είναι αυτός που τους καθηλώνει και δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα στεγνά πια δάκρυα τους. Ο έρωτας ο μεγάλος που έζησαν μα δεν τον χόρτασαν και τώρα είναι πια αργά. Αυτοί  τώρα γεροντάκια και ας ζήσανε πολλά, ακόμα ποθούν, μα είναι ο χρόνος σκληρός, τους προσπέρασε έτσι όπως και οι περαστικοί στο άλσος που δεν τους έδιναν σημασία. Η ζωή τους όλη μπροστά στα μάτια στους, απλά καθισμένοι σε ένα παγκάκι.

Μ.Κ.

One thought on “Κόκκινη κλωστή δεμένη

  1. Παράθεμα: Οι εραστές μέρος 1ο | ΜΟΝΟΛΟΓΙΕΣ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s